- ἄρκιλος
- ἄρκιλος, ὁ,A bear's cub, Eust.1535.15; cf. ἄρκηλος, ἀρκτύλος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄρκιλοι — ἄρκιλος bear s cub masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)